αγκιτάτορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγκιτάτορας οι αγκιτάτορες
      γενική του αγκιτάτορα των αγκιτατόρων
    αιτιατική τον αγκιτάτορα τους αγκιτάτορες
     κλητική αγκιτάτορα αγκιτάτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκιτάτορας < λατινική agitator

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγκιτάτορας αρσενικό

  • αυτός που με λόγους, συνθήματα, καταγγελίες κλπ, ξεσηκώνει και κινητοποιεί τις μάζες να αναλάβουν δράση για τη διεκδίκηση πολιτικών ή κοινωνικών αιτημάτων.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]