αγκούτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκούτσα οι αγκούτσες
      γενική της αγκούτσας των αγκουτσών
    αιτιατική την αγκούτσα τις αγκούτσες
     κλητική αγκούτσα αγκούτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγκούτσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγκούτσα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) γκλίτσα
     συνώνυμα: αγκλίτσα, αγκούλα, γιδαγκούλα, κατσούνα, κλίτσα, μαντούκα, στραβολέκα
  2. (ιδιωματικό) κυρτό ραβδί για τη συλλογή καρπών από δέντρα
  3. (ιδιωματικό, μεταφορικά) ο γέρος άνθρωπος που έχει καμπουριάσει
  • αγκούτσα -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
  • αγκούτσαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • αγκούτσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)