αεροτοπογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροτοπογραφικός < αεροτοπογραφία / αεροτοπογράφος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αεροτοπογραφικός
- που έχει σχέση με την αεροτοπογραφία ή τον αεροτοπογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αεροτοπογραφία, αέρας και τοπογραφία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροτοπογραφικός
|