αζουλένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αζουλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική azulene < ισπανική azul < αραβική لازورد (lāzuward) < περσική لاجورد (lâjvard, λάπις λάζουλι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.zuˈle.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ζου‐λέ‐νι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αζουλένιο ουδέτερο
- (χημεία) αρωματική οργανική χημική ένωση (αρωματικός υδρογονάνθρακας) με μοριακό τύπο C₁₀H₈
- ※ Στόχος της έρευνας είναι να κατανοηθεί με ποιον τρόπο το αζουλένιο και άλλα παρεμφερή μόρια μετασχηματίζει την ενέργεια μέσω του φθορισμού, ούτως ώστε να δημιουργηθούν εργαστηριακά μόρια που θα μπορούν να μετατρέψουν τα φωτόνια της ηλιακής ακτινοβολίας σε ηλεκτρική ενέργεια με πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, άρα σε καθαρότερη μορφή ενέργειας. Η ιδέα αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της φυσιολογικής εξέλιξης των προσπαθειών για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των ηλιακών κυψελών. (www.techgear.gr, 04.10.2023)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αζουλένιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)