Μετάβαση στο περιεχόμενο

αζουλένιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αζουλένιο τα αζουλένια
      γενική του αζουλένιου των αζουλένιων
    αιτιατική το αζουλένιο τα αζουλένια
     κλητική αζουλένιο αζουλένια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αζουλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική azulene < ισπανική azul < αραβική لازورد (lāzuward) < περσική لاجورد (lâjvard, λάπις λάζουλι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.zuˈle.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αζουλένιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αζουλένιο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]