αισθητηριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισθητηριακός < αισθητήριο + -ακός
Επίθετο[επεξεργασία]
αισθητηριακός
- που έχει σχέση με τα αισθητήρια όργανα
αισθητηριακός