αισθητικοκινητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισθητικοκινητικός < αισθητικός + -ο- + κινητικός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική sensorimotor)
Επίθετο[επεξεργασία]
αισθητικοκινητικός
- που έχει σχέση ή αφορά τόσο τις αισθήσεις όσο και την κινητική δραστηριότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισθητικοκινητικός