ακριδάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακριδάτος, -η, -ο
- αυτός που φέρεται με ακρίδες
- (αργκό) ο ματσαράγκας, ο πονηρός, ο καταφερτζής (στη γλώσσα των κακοποιών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακριδάτος
|