ακτινομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακτινομετρικός < ακτινόμετρο/ακτινομετρία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ακτινομετρικός
- που έχει σχέση με το ακτινόμετρο ή την ακτινομετρία, αναφέρεται ή ανήκει σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ακτινόμετρο, ακτίνα και μέτρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακτινομετρικός