ακτοπλόος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακτοπλόος < ακτ(ή) + -ο- + -πλόος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caboteur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτοπλόος αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι ιδιοκτήτης ή εκμεταλλεύεται οικονομικά πλοία ακτοπλοΐας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτοπλόος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πλόος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)