αληπασάδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αληπασάδικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τον Αλή πασά, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτόν
- ※ Η οικονομική και στρατιωτική ισχύς του ανέδειξαν την πόλη σε σταυροδρόμι και οι ξένοι περιηγητές θαύμασαν την αληπασάδικη αυλή. (*)
- (μεταφορικά) βίαιος, καταπιεστικός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αληπασάδικος