αλλεργιογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλεργιογόνος < αλλεργι(α) + -ο- + -γόνος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλεργιογόνος
- (ιατρική) που προκαλεί αλλεργία
- (ουσιαστικοποιημένο) αλλεργιογόνο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλεργιογόνος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γόνος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)