αμερίκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμερίκιο < νεολατινική americium < αγγλική America + -ium < Amerigo Vespucci
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμερίκιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) υπερουράνιο, ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 95, ατομικό βάρος 243 και χημικό σύμβολο το Am
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμερίκιο | ||
γενική | του | αμερικίου | ||
αιτιατική | το | αμερίκιο | ||
κλητική | αμερίκιο | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αμερίκιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' στον ενικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)