ανάριθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάριθμος < αρχαία ελληνική ἀνάριθμος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανάριθμος, -η, -ο
- που δεν έχει λάβει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί
- Ανάριθμο θεωρείται το όχημα το οποίο δεν εχει εφοδιαστεί ακόμα με αριθμό κυκλοφορίας. (*)
- αναρίθμητος
- (γραμματική) μη αριθμητός, χωρίς γραμματικούς αριθμούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αριθμός