αναγωγιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγωγιστικός < αναγωγισμός + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αναγωγιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αναγωγισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
- Αναμφίβολα η πιο επιτυχής από αυτές τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις είναι ο «αναγωγισμός», η άποψη δηλαδή ότι όλα τα πολύπλοκα φυσικά φαινόμενα μπορούν, κατ' αρχήν, να εξηγηθούν από λίγους απλούς νόμους ή από κάποιες θεμελιώδεις «πρώτες αρχές» στις οποίες και οφείλουμε να αναγάγουμε τα πάντα. Αυτό το αναγωγιστικό εξηγητικό σχήμα αποδείχτηκε εξαιρετικά γόνιμο αλλά ταυτόχρονα και υπερβολικά περιοριστικό για την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναγωγιστικά
- αναγωγισμός
- → δείτε τις λέξεις αναγωγή, αγωγή και άγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγωγιστικός
|