αναγωγιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αναγωγικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγωγιστικός η αναγωγιστική το αναγωγιστικό
      γενική του αναγωγιστικού της αναγωγιστικής του αναγωγιστικού
    αιτιατική τον αναγωγιστικό την αναγωγιστική το αναγωγιστικό
     κλητική αναγωγιστικέ αναγωγιστική αναγωγιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγωγιστικοί οι αναγωγιστικές τα αναγωγιστικά
      γενική των αναγωγιστικών των αναγωγιστικών των αναγωγιστικών
    αιτιατική τους αναγωγιστικούς τις αναγωγιστικές τα αναγωγιστικά
     κλητική αναγωγιστικοί αναγωγιστικές αναγωγιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναγωγιστικός < αναγωγισμός + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αναγωγιστικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον αναγωγισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
    Αναμφίβολα η πιο επιτυχής από αυτές τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις είναι ο «αναγωγισμός», η άποψη δηλαδή ότι όλα τα πολύπλοκα φυσικά φαινόμενα μπορούν, κατ' αρχήν, να εξηγηθούν από λίγους απλούς νόμους ή από κάποιες θεμελιώδεις «πρώτες αρχές» στις οποίες και οφείλουμε να αναγάγουμε τα πάντα. Αυτό το αναγωγιστικό εξηγητικό σχήμα αποδείχτηκε εξαιρετικά γόνιμο αλλά ταυτόχρονα και υπερβολικά περιοριστικό για την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]