ανακεφαλαιωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακεφαλαιωτικός η ανακεφαλαιωτική το ανακεφαλαιωτικό
      γενική του ανακεφαλαιωτικού της ανακεφαλαιωτικής του ανακεφαλαιωτικού
    αιτιατική τον ανακεφαλαιωτικό την ανακεφαλαιωτική το ανακεφαλαιωτικό
     κλητική ανακεφαλαιωτικέ ανακεφαλαιωτική ανακεφαλαιωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακεφαλαιωτικοί οι ανακεφαλαιωτικές τα ανακεφαλαιωτικά
      γενική των ανακεφαλαιωτικών των ανακεφαλαιωτικών των ανακεφαλαιωτικών
    αιτιατική τους ανακεφαλαιωτικούς τις ανακεφαλαιωτικές τα ανακεφαλαιωτικά
     κλητική ανακεφαλαιωτικοί ανακεφαλαιωτικές ανακεφαλαιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακεφαλαιωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ανακεφαλαιωτικός

  1. σχετικός με την ανακεφαλαίωση
  2. που επιτρέπει / που εξυπηρετεί την ανακεφαλαίωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]