αναπτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπτήρας < ανάβω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναπτήρας αρσενικό
- συσκευή που επιτρέπει το άναμμα φωτιάς και χρησιμοποιείται κυρίως από καπνιστές
- Χρειάζομαι φωτιά. Έχεις αναπτήρα;