ανατοποθετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανατοποθετώ < ανα- + τοποθετώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.to.po.θeˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐το‐πο‐θε‐τώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ανατοποθετώ, αόρ.: ανατοποθέτησα, παθ.φωνή: ανατοποθετούμαι, π.αόρ.: ανατοποθετήθηκα, μτχ.π.π.: ανατοποθετημένος

  1. τοποθετώ πίσω, στην αρχική του θέση
  2. αναδιοργανώνω
  3. (μεταφορικά) συζητώ ή εξετάζω κάποιο ζήτημα από νέα βάση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]