αναφιλητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναφιλητό < ίσως από την αρχαία ελληνική ἀναφλύω (κοχλάζω) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.fi.liˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐φι‐λη‐τό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναφιλητό ουδέτερο
- το έντονο κλάμα, οι λυγμοί, όταν με το κλάμα τραντάζεται όλο το κορμί
- ※ Ρίχτηκε καταγής στα χόρτα, έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια κι έκλαψε με αναφιλητά που τάραζαν όλο του το κορμί. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- ※ Μες στο κρύο μες στ’ αγιάζι, το κορίτσι μου βουλιάζει, το σκεπάζει τ’ αναφιλητό. (τραγούδι "Το Μεθυσμένο Κορίτσι", στίχοι Μάνου Χατζιδάκι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναφιλητό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αναφιλητό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)