ανενόχλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ανενόχλητος
- που δεν τον ενοχλεί κανείς ενώ θα έπρεπε ή και που σωστά τον αφήνουν στη ησυχία του
- θέλω να συγκεντρωθώ ανενόχλητος στο διάβασμά μου
- οι δράστες έδρασαν ανενόχλητοι