ανηολόγητος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ανηολόγητος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος) που δεν έχει νηολογηθεί ή δεν μπορεί να νηολογηθεί, να γραφεί σε νηολόγιο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανηολόγητος