ανοργασμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοργασμικός < αν- + οργασμικός < (ελληνιστική κοινή) ὀργασμός < αρχαία ελληνική ὀργάω
Επίθετο[επεξεργασία]
ανοργασμικός -ή -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη οργασμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοργασμικός