αντιαλλεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιαλλεργικός < αντι- + αλλεργικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιαλλεργικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση της αλλεργίας ή στην προστασία απ’ αυτήν
- (ουσιαστικοποιημένο) αντιαλλεργικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αλλεργία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιαλλεργικός