αντιπιτυριδικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπιτυριδικό < ουδέτερο του αντιπιτυριδικός < αντι- + πιτυριδικός < πιτυρίδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπιτυριδικό ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πιτυρίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπιτυριδικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντιπιτυριδικό, -ή, -ό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αντιπιτυριδικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιπιτυριδικός