αντιπιτυριδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπιτυριδικός < αντι- + πιτυριδικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιπιτυριδικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση της πιτυρίδας
- (ουσιαστικοποιημένο) αντιπιτυριδικό: το σχετικό φάρμακο ή σκεύασμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πιτυρίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπιτυριδικός
|