Μετάβαση στο περιεχόμενο

αξέχαστος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξέχαστος η αξέχαστη το αξέχαστο
      γενική του αξέχαστου της αξέχαστης του αξέχαστου
    αιτιατική τον αξέχαστο την αξέχαστη το αξέχαστο
     κλητική αξέχαστε αξέχαστη αξέχαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξέχαστοι οι αξέχαστες τα αξέχαστα
      γενική των αξέχαστων των αξέχαστων των αξέχαστων
    αιτιατική τους αξέχαστους τις αξέχαστες τα αξέχαστα
     κλητική αξέχαστοι αξέχαστες αξέχαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αξέχαστος < α- + ξεχνώ + -τος

Επίθετο

[επεξεργασία]

αξέχαστος, -η, -ο

  1. που δεν μπορεί να ξεχαστεί
      αξέχαστες στιγμές
  2. που δεν έχει ξεχαστεί

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • μνήμων - αυτός που δεν ξεχνάει, δεν ξεχνάει εύκολα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]