αξέχαστος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αξέχαστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να ξεχαστεί
- ⮡ αξέχαστες στιγμές
- που δεν έχει ξεχαστεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- αλησμόνητος
- άληστος
- ανεπίληστος
- αλήστου μνήμης
- αείμνηστος (για νεκρό)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μνήμων - αυτός που δεν ξεχνάει, δεν ξεχνάει εύκολα