αξόφλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈkso.fli.tos/
Επίθετο
[επεξεργασία]αξόφλητος, -η, -ο
- που δεν έχει εξοφληθεί ακόμα
- αξόφλητη επιταγή