απαρακολούθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαρακολούθητος < α- + παρακολουθώ + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαρακολούθητος
- που δεν τον έχουν παρακολουθήσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απαρακολούθητα
- → δείτε τις λέξεις παρακολουθώ, παρά και ακολουθώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαρακολούθητος
{en}} : incomprehensible (en) |