απειρότεχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απειρότεχνος < (ελληνιστική κοινή) ἀπειρότεχνος
Επίθετο[επεξεργασία]
απειρότεχνος, -η, -ο
- που δεν έχει ιδέα από τέχνη
- (κατ’ επέκταση) αδέξιος