απεκδεχόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
απεκδεχόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος απεκδέχομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεκδεχόμενος
|
απεκδεχόμενος
|