απεξάρτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεξάρτηση οι απεξαρτήσεις
      γενική της απεξάρτησης* των απεξαρτήσεων
    αιτιατική την απεξάρτηση τις απεξαρτήσεις
     κλητική απεξάρτηση απεξαρτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεξαρτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απεξάρτηση < απ- + εξάρτηση.[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.peˈksaɾ.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πε‐ξάρ‐τη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απεξάρτηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη εξαρτώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]