απερίζωστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απερίζωστος < α- + περίζωστος
Επίθετο[επεξεργασία]
απερίζωστος
- (λόγιο, σπάνιο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) που δεν τον έχουν περιζώσει
- ※ Στην εικόνα του κατακερματισμού του προσώπου προβάλλεται τελικώς η «μη-απεικονιστική» εικόνα του κόσμου που όλο και περισσότερο μένει άσκεπτος, απερίζωστος. (www.ant1live.com, 19.12.2022)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απερίζωστος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)