απεργαζόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεργαζόμενος η απεργαζόμενη το απεργαζόμενο
      γενική του απεργαζόμενου της απεργαζόμενης του απεργαζόμενου
    αιτιατική τον απεργαζόμενο την απεργαζόμενη το απεργαζόμενο
     κλητική απεργαζόμενε απεργαζόμενη απεργαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεργαζόμενοι οι απεργαζόμενες τα απεργαζόμενα
      γενική των απεργαζόμενων των απεργαζόμενων των απεργαζόμενων
    αιτιατική τους απεργαζόμενους τις απεργαζόμενες τα απεργαζόμενα
     κλητική απεργαζόμενοι απεργαζόμενες απεργαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

απεργαζόμενος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]