απλειστηρίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλειστηρίαστος < α- + πλειστηριάζω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]απλειστηρίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει εκπλειστηριαστεί, δεν έχει βγει σε πλειστηριασμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πλειστηριασμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλειστηρίαστος
|