αποχρεμπτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχρεμπτικό τα αποχρεμπτικά
      γενική του αποχρεμπτικού των αποχρεμπτικών
    αιτιατική το αποχρεμπτικό τα αποχρεμπτικά
     κλητική αποχρεμπτικό αποχρεμπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχρεμπτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποχρεμπτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποχρεμπτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αποχρεμπτικό