απροπαγάνδιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απροπαγάνδιστος < α- + προπαγανδίζω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]απροπαγάνδιστος
- που δεν έχει προπαγανδίσει
- που δεν έχει προπαγανδιστεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη προπαγάνδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απροπαγάνδιστος
|