απροϋπόθετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροϋπόθετος η απροϋπόθετη το απροϋπόθετο
      γενική του απροϋπόθετου της απροϋπόθετης του απροϋπόθετου
    αιτιατική τον απροϋπόθετο την απροϋπόθετη το απροϋπόθετο
     κλητική απροϋπόθετε απροϋπόθετη απροϋπόθετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροϋπόθετοι οι απροϋπόθετες τα απροϋπόθετα
      γενική των απροϋπόθετων των απροϋπόθετων των απροϋπόθετων
    αιτιατική τους απροϋπόθετους τις απροϋπόθετες τα απροϋπόθετα
     κλητική απροϋπόθετοι απροϋπόθετες απροϋπόθετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απροϋπόθετος < α- + προϋπόθεση

Επίθετο[επεξεργασία]

απροϋπόθετος

  • αυτός, αυτή ή κάτι που δεν έχει προϋποθέσεις, δηλαδή όρους να πληροί προκειμένου να εφαρμοστεί
    απροϋπόθετος σύμμαχος της αστικής τάξης μέχρι το 1963, η μεγάλη μάζα των αγροτών [...]. (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και Παναγιώτης Καφετζής, 1996, Ταξίδι στο λόγο και την ιστορία: Κείμενα 1969-1996, Πλέθρον)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]