απροϋπόθετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απροϋπόθετος < α- + προϋπόθεση
Επίθετο[επεξεργασία]
απροϋπόθετος
- αυτός, αυτή ή κάτι που δεν έχει προϋποθέσεις, δηλαδή όρους να πληροί προκειμένου να εφαρμοστεί
- απροϋπόθετος σύμμαχος της αστικής τάξης μέχρι το 1963, η μεγάλη μάζα των αγροτών [...]. (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και Παναγιώτης Καφετζής, 1996, Ταξίδι στο λόγο και την ιστορία: Κείμενα 1969-1996, Πλέθρον)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απροϋπόθετος
|