αραβολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αραβολογικός < αραβολόγ(ος) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αραβολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους αραβολόγους ή την επιστήμη τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αραβολογικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αραβολογικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)