αραβοϊσραηλινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αραβοϊσραηλινός < αραβο- + ισραηλινός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.is.ɾa.i.liˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βο‐ισ‐ρα‐η‐λι‐νός
Επίθετο[επεξεργασία]
αραβοϊσραηλινός, -ή, -ό
- σχετικός με την Αραβία και το Ισραήλ ή τους κατοίκους τους
- ※ Τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Μαΐου οι στρατοί πέντε αραβικών κρατών, της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Ιράκ, της Συρίας και του Λιβάνου, εισέβαλαν στο Ισραήλ. Ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει…
- Μανόλης Κούμας, Ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος, Η Καθημερινή, 14 Απριλίου 2012
- ※ Τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Μαΐου οι στρατοί πέντε αραβικών κρατών, της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Ιράκ, της Συρίας και του Λιβάνου, εισέβαλαν στο Ισραήλ. Ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει…
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αραβοϊσραηλινός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αραβοϊσραηλινός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας