αρθροσκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρθροσκόπηση οι αρθροσκοπήσεις
      γενική της αρθροσκόπησης* των αρθροσκοπήσεων
    αιτιατική την αρθροσκόπηση τις αρθροσκοπήσεις
     κλητική αρθροσκόπηση αρθροσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρθροσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρθροσκόπηση < αρχαία ελληνική ἄρθρον (άρθρωση) + σκοπέω (εξετάζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρθροσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]