αρχιλακές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιλακές οι αρχιλακέδες
      γενική του αρχιλακέ των αρχιλακέδων
    αιτιατική τον αρχιλακέ τους αρχιλακέδες
     κλητική αρχιλακέ αρχιλακέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχιλακές < αρχι- + λακές < γαλλική laquais

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çi.laˈces/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐λα‐κές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχιλακές αρσενικό

  • (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ο επικεφαλής των λακέδων
    ※  Ήταν κάποτε ένας ηγεμόνας που τον έτρεμαν όλοι.(...) Μπήκε ένα πρωί, τη συνήθη ώρα, ο αρχιλακές στο υπνοδωμάτιο του ηγεμόνα, αλλά τον βρήκε στο κρεβάτι ασάλευτο, αμίλητο, προπαντός να μη ροχαλίζει και πονηρεύτηκε. (...) Αναζήτησε λοιπόν ο λακές τον δεύτερο στην ιεραρχία γιατρό, ο οποίος βρέθηκε, ήρθε, εξέτασε και αποφάνθηκε: «Νεκρός.» (* εφημερίδα enet.gr)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]