ασπροπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπροπρόσωπος < άσπρο και πρόσωπο (ίσως σχηματίστηκε σε αντιδιαστολή προς το μουτζουρωμένος επειδή το μεσαίωνα προτού διαπομπεύσουν κάποιον που καταδίκαζαν για ένα αδίκημα, μαύριζαν ή κοκκίνιζαν με μπογιές και στάχτες το πρόσωπό του)
Επίθετο[επεξεργασία]
ασπροπρόσωπος
- ο καθαρός, τίμιος άνθρωπος, που έχει λόγο να υπερηφανεύεται για κάτι, κάτι για το οποίο υπήρχε, απεναντίας, η πιθανότητα να εκτεθεί
- Τον συνέστησα σε μια δουλειά παρότι είναι άπειρος και πιτσιρικάς, αλλά με έβγαλε ασπροπρόσωπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπροπρόσωπος
|