ασταθεροποίητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασταθεροποίητος η ασταθεροποίητη το ασταθεροποίητο
      γενική του ασταθεροποίητου της ασταθεροποίητης του ασταθεροποίητου
    αιτιατική τον ασταθεροποίητο την ασταθεροποίητη το ασταθεροποίητο
     κλητική ασταθεροποίητε ασταθεροποίητη ασταθεροποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασταθεροποίητοι οι ασταθεροποίητες τα ασταθεροποίητα
      γενική των ασταθεροποίητων των ασταθεροποίητων των ασταθεροποίητων
    αιτιατική τους ασταθεροποίητους τις ασταθεροποίητες τα ασταθεροποίητα
     κλητική ασταθεροποίητοι ασταθεροποίητες ασταθεροποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασταθεροποίητος < α- + σταθεροποιώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασταθεροποίητος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]