ασταθεροποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασταθεροποίητος < α- + σταθεροποιώ + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασταθεροποίητος
- (σπάνιο) που δεν τον έχουν σταθεροποιήσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασταθεροποίητος
Πηγές[επεξεργασία]
- ασταθεροποίητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασταθεροποίητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)