ασυμβούλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυμβούλευτος < α- στερητ. + συμβουλεύω
Επίθετο
[επεξεργασία]ασυμβούλευτος
- που ενεργεί χωρίς συμβουλή ή σύμβουλο
- έπραξε λάθος, γιατί ήταν ασυμβούλευτος και κανείς δεν τον βοήθησε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυμβούλευτος
|