ατσούτσουνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]α- + τσουτσούνι + -ος, -η, -ο
Επίθετο
[επεξεργασία]ο μη έχων πέος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]και θηλυκό: ατσούτσουνη φιγούρα, και ουδέτερο: ατσούτσουνο αγαλματίδιο