αυθυποβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυθυποβολή οι αυθυποβολές
      γενική της αυθυποβολής των αυθυποβολών
    αιτιατική την αυθυποβολή τις αυθυποβολές
     κλητική αυθυποβολή αυθυποβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυθυποβολή < αυθ- + υποβολή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική autosuggestion[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fθi.po.voˈli/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυθυποβολή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]