αυτοδιπλασιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοδιπλασιάζομαι < αυτο- + διπλασιάζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοδιπλασιάζομαι αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αυτοδιπλασιασμός
- → δείτε τις λέξεις αυτός, διπλός και δύο
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοδιπλασιάζομαι | αυτοδιπλασιαζόμουν(α) | θα αυτοδιπλασιάζομαι | να αυτοδιπλασιάζομαι | ||
β' ενικ. | αυτοδιπλασιάζεσαι | αυτοδιπλασιαζόσουν(α) | θα αυτοδιπλασιάζεσαι | να αυτοδιπλασιάζεσαι | (αυτοδιπλασιάζου) | |
γ' ενικ. | αυτοδιπλασιάζεται | αυτοδιπλασιαζόταν(ε) | θα αυτοδιπλασιάζεται | να αυτοδιπλασιάζεται | ||
α' πληθ. | αυτοδιπλασιαζόμαστε | αυτοδιπλασιαζόμαστε αυτοδιπλασιαζόμασταν |
θα αυτοδιπλασιαζόμαστε | να αυτοδιπλασιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοδιπλασιάζεστε | αυτοδιπλασιαζόσαστε αυτοδιπλασιαζόσασταν |
θα αυτοδιπλασιάζεστε | να αυτοδιπλασιάζεστε | (αυτοδιπλασιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοδιπλασιάζονται | αυτοδιπλασιάζονταν αυτοδιπλασιαζόντουσαν |
θα αυτοδιπλασιάζονται | να αυτοδιπλασιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοδιπλασιάστηκα | θα αυτοδιπλασιαστώ | να αυτοδιπλασιαστώ | αυτοδιπλασιαστεί | ||
β' ενικ. | αυτοδιπλασιάστηκες | θα αυτοδιπλασιαστείς | να αυτοδιπλασιαστείς | αυτοδιπλασιάσου | ||
γ' ενικ. | αυτοδιπλασιάστηκε | θα αυτοδιπλασιαστεί | να αυτοδιπλασιαστεί | |||
α' πληθ. | αυτοδιπλασιαστήκαμε | θα αυτοδιπλασιαστούμε | να αυτοδιπλασιαστούμε | |||
β' πληθ. | αυτοδιπλασιαστήκατε | θα αυτοδιπλασιαστείτε | να αυτοδιπλασιαστείτε | αυτοδιπλασιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοδιπλασιάστηκαν αυτοδιπλασιαστήκαν(ε) |
θα αυτοδιπλασιαστούν(ε) | να αυτοδιπλασιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοδιπλασιαστεί | είχα αυτοδιπλασιαστεί | θα έχω αυτοδιπλασιαστεί | να έχω αυτοδιπλασιαστεί | αυτοδιπλασιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοδιπλασιαστεί | είχες αυτοδιπλασιαστεί | θα έχεις αυτοδιπλασιαστεί | να έχεις αυτοδιπλασιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοδιπλασιαστεί | είχε αυτοδιπλασιαστεί | θα έχει αυτοδιπλασιαστεί | να έχει αυτοδιπλασιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοδιπλασιαστεί | είχαμε αυτοδιπλασιαστεί | θα έχουμε αυτοδιπλασιαστεί | να έχουμε αυτοδιπλασιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοδιπλασιαστεί | είχατε αυτοδιπλασιαστεί | θα έχετε αυτοδιπλασιαστεί | να έχετε αυτοδιπλασιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοδιπλασιαστεί | είχαν αυτοδιπλασιαστεί | θα έχουν αυτοδιπλασιαστεί | να έχουν αυτοδιπλασιαστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοδιπλασιάζομαι
|