αυτοδιπλασιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοδιπλασιάζομός οι αυτοδιπλασιάζομοί
      γενική του αυτοδιπλασιάζομού των αυτοδιπλασιάζομών
    αιτιατική τον αυτοδιπλασιάζομό τους αυτοδιπλασιάζομούς
     κλητική αυτοδιπλασιάζομέ αυτοδιπλασιάζομοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοδιπλασιάζομαι < αυτο- + διπλασιάζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοδιπλασιάζομαι αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]