αυτοδιπλασιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοδιπλασιασμός (νεολογισμός) < αυτοδιπλασιάζομαι, αυτοδιπλασιασ- + -μός. Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + διπλασιασμός. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fto.ði.pla.si.aˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐δι‐πλα‐σι‐α‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοδιπλασιασμός αρσενικό
- (βιολογία) ο διπλασιασμός κάποιου πράγματος (όπως κύτταρο, μόριο) που το ίδιο το πράγμα επιτυγχάνει από μόνο του
- ※ Απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταβίβαση της γενετικής πληροφορίας από τα κύτταρα στα θυγατρικά τους (και φυσικά από τους οργανισμούς στους απογόνους τους), είναι ο αυτοδιπλασιασμός του μορίου του DNA. Πώς όμως γίνεται αυτό;
- Βιολογία Γ' Γενικού Λυκείου, τεύχος Α, 4.2. Μοριακή Γενετική
- ※ Απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταβίβαση της γενετικής πληροφορίας από τα κύτταρα στα θυγατρικά τους (και φυσικά από τους οργανισμούς στους απογόνους τους), είναι ο αυτοδιπλασιασμός του μορίου του DNA. Πώς όμως γίνεται αυτό;
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αυτοδιπλασιάζομαι
- → δείτε τις λέξεις αυτός, διπλός και δύο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοδιπλασιασμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)