αυτοδιπλασιασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοδιπλασιασμός οι αυτοδιπλασιασμοί
      γενική του αυτοδιπλασιασμού των αυτοδιπλασιασμών
    αιτιατική τον αυτοδιπλασιασμό τους αυτοδιπλασιασμούς
     κλητική αυτοδιπλασιασμέ αυτοδιπλασιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοδιπλασιασμός (νεολογισμός) < αυτοδιπλασιάζομαι, αυτοδιπλασιασ- + -μός. Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + διπλασιασμός. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fto.ði.pla.si.aˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐δι‐πλα‐σι‐α‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοδιπλασιασμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]