αυτοεκπληρούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοεκπληρούμενος, (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-fulfilling, όρος που επινόησε ο κοινωνιολόγος Robert Merton το 1949 στο βιβλίο του «Κοινωνική Θεωρία και Κοινωνική Διάρθρωση»[1]
Μετοχή[επεξεργασία]
αυτοεκπληρούμενος, -η, -ο
- που τείνει να εκπληρωθεί μόνο και μόνο επειδή προβλέφθηκε
- ※ Παράλληλα, όπως είπαν, παρακολουθούν τα σημάδια που δείχνουν ότι κινούμαστε σε έναν αυτοεκπληρούμενο κύκλο υψηλότερου αναμενόμενου πληθωρισμού και μισθών. (Παραδοχή ήττας από κεντρικές τράπεζες: Επίμονος ο πληθωρισμός - Δεν αντιμετωπίζονται η ισχυρή ζήτηση και τα εφοδιαστικά σοκ, bankingnews.gr, 29/09/2021 [2])
- ※ Εδώ βλέπουμε μια αμφίδρομη αλληλεπίδραση του φαινομένου της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, διότι οι εκπαιδευτικοί ασυνείδητα προσάρμοσαν τις προσδοκίες τους και τη συμπεριφορά τους απέναντι στους μαθητές, επηρεασμένοι από το τεστ νοημοσύνης, αλλά και οι μαθητές επηρεάστηκαν από τις προσδοκίες των δασκάλων τους, με αποτέλεσμα να προσπαθούν λιγότερο και αυτό να έχει αντίκτυπο στη σχολική τους επίδοση. (Αυτοεκπληρούμενη προφητεία: Προβλέψεις που βγαίνουν αληθινές ή προεξοφλημένες καταστάσεις; Πρώτο Θέμα, 01/10/2015 [3])
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοεκπληρούμενος
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)