αυτοθυσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /af.to.θiˈsi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοθυσία θηλυκό
- η εκούσια θυσία ενός ατόμου προς όφελος άλλου
- η αυτοθυσία της μάνας να σώσει το παιδί της από πνιγμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοθυσία