αχάμπαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αχάμπαρος, -η, -ο
- (σπάνιο, προφορικό) άσχετος, ανίδεος, αδιάφορος
- ※ Ο αχάμπαρος είναι αυτός που δεν δίνει χαμπάρι, που αδιαφορεί και δεν δίνει σημασία, ο αναίσθητος, ο άνιωθος.
- Νίκος Σαραντάκος, «Χαμπάρι ο αχάμπαρος!», sarantakos.wordpress.com (28 Απριλίου 2023)· πρόσβαση: 2024-02-08.
- ※ Ο αχάμπαρος είναι αυτός που δεν δίνει χαμπάρι, που αδιαφορεί και δεν δίνει σημασία, ο αναίσθητος, ο άνιωθος.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χαμπάρι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αχάπαρος (κυπριακά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)